Anonymous

συντεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντεχνάζω:''' <b class="num">1)</b> вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.).
}}
}}