Anonymous

κραιπνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κραιπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[γρήγορα]], <i>αὖραι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κραιπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[γρήγορα]], <i>αὖραι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπνοφόρος:''' быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).
}}
}}