Anonymous

ἐφύω: Difference between revisions

From LSJ
147 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφύω:''' [[βρέχω]], μτχ. Παθ. παρακ., [[ἐφυσμένος]], βρεγμένος, εκτεθειμένος στην [[βροχή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐφύω:''' [[βρέχω]], μτχ. Παθ. παρακ., [[ἐφυσμένος]], βρεγμένος, εκτεθειμένος στην [[βροχή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφύω:''' (ῡ) мочить дождем: [[ἐφυσμένος]] (part. pf. pass.) Xen. мокрый от дождя.
}}
}}