Anonymous

ἀνελέητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνελέητος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[έλεος]], [[ανηλεής]], [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν βρίσκει [[έλεος]], [[επιείκεια]], [[βοήθεια]], [[ελεημοσύνη]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνελέητος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[έλεος]], [[ανηλεής]], [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν βρίσκει [[έλεος]], [[επιείκεια]], [[βοήθεια]], [[ελεημοσύνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνελέητος:''' Arst. = [[ἀνελεήμων]].
}}
}}