Anonymous

ἐπεισδύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισδύω:''' проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα [[παρέκβασις]] Arst.).
}}
}}