3,276,318
edits
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπληκτικός:''' склонный к порицанию, придирчивый Diog. L. | |||
}} | }} |