Anonymous

ἐπιπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπληκτικός]], -ή, -όν) [[επιπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται για [[επίπληξη]], που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό [[έγγραφο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για επικρίσεις, ο [[φιλόνικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπληκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με [[λόγια]] που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπληκτικός:''' склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.
}}
}}