3,276,318
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[συγκεντρώνω]], [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συσσωρεύω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, σε Πλάτ. | |lsmtext='''συμφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[συγκεντρώνω]], [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συσσωρεύω]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμφορέω, Att. ook ξυμφορέω [συμφορά] Ion. imperf. συνεφόρεον Hdt. 9.83.2. bijeenbrengen, ophopen, verzamelen:; τὰ χρήματα de buit Hdt. 9.81.1; λίθους καὶ ξύλα stenen en hout Thuc. 6.99.1; met εἰς + acc. naar of op (een plaats). samenstellen, in elkaar zetten: ptc. perf. pass.. εἰκῇ συμπεφορημένος in elkaar geflanst Plat. Phaedr. 253e. | |||
}} | }} |