Anonymous

κατάπτυστος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
}}
}}