Anonymous

συμπλεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/[[συμπλεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, -ή, -ό, Ν [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμπλέκει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι»<br />(στην παρατακτική [[σύνδεση]]) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι οποίοι διακρίνονται σε καταφατικούς: <i>τέ</i>, <i>καί</i>, και σε αποφατικούς: [[οὔτε]], [[μήτε]], [[οὐδέ]], [[μηδέ]] και στη νεοελλ. <i>και</i>, <i>κι</i>, [[ούτε]], [[μήτε]], [[ουδέ]], [[μηδέ]], και <i>δε</i>(<i>ν</i>), <i>μη δε</i>(<i>ν</i>), και <i>μη</i>(<i>ν</i>), αντιστοίχως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμπλεκτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ένα ή περισσότερα ορυκτά, λ.χ. [[χαλαζίας]], περικλείονται και αλληλοδιεισδύουν [[μέσα]] σε ένα [[άλλο]] [[ορυκτό]] διαφορετικής σύστασης, λ.χ. σε άστριο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπλεκτικώς</i> / <i>συμπλεκτικῶς</i> ΝΑ<br />με συμπλεκτικό σύνδεσμο.
|mltxt=-ή, -ό/[[συμπλεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, -ή, -ό, Ν [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμπλέκει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι»<br />(στην παρατακτική [[σύνδεση]]) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι οποίοι διακρίνονται σε καταφατικούς: <i>τέ</i>, <i>καί</i>, και σε αποφατικούς: [[οὔτε]], [[μήτε]], [[οὐδέ]], [[μηδέ]] και στη νεοελλ. <i>και</i>, <i>κι</i>, [[ούτε]], [[μήτε]], [[ουδέ]], [[μηδέ]], και <i>δε</i>(<i>ν</i>), <i>μη δε</i>(<i>ν</i>), και <i>μη</i>(<i>ν</i>), αντιστοίχως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συμπλεκτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ιστός]] ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ένα ή περισσότερα ορυκτά, λ.χ. [[χαλαζίας]], περικλείονται και αλληλοδιεισδύουν [[μέσα]] σε ένα [[άλλο]] [[ορυκτό]] διαφορετικής σύστασης, λ.χ. σε άστριο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπλεκτικώς</i> / <i>συμπλεκτικῶς</i> ΝΑ<br />με συμπλεκτικό σύνδεσμο.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπλεκτικός:''' <b class="num">1)</b> сплетающий, занимающийся переплетением Plat.;<br /><b class="num">2)</b> грам. соединительный ([[δεσμός]] Diog. L.).
}}
}}