Anonymous

σωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41.
}}
}}