3,273,006
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41. | |||
}} | }} |