3,277,636
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ. | |lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεινώψ:''' ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph. | |||
}} | }} |