Anonymous

ἀντικελεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προστάζω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Παθ., καλούμαι να κάνω [[κάτι]] σε [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντικελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προστάζω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Παθ., καλούμαι να κάνω [[κάτι]] σε [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικελεύω:''' отдавать в свою очередь приказание (ποιεῖν τι Thuc.): [[τοιαῦτα]] ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν Thuc. вот о чем они распорядились и о чем сами получили приказания.
}}
}}