Anonymous

συμφύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφύω:''' μέλ. <i>-φύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να αναπτυχθεί από κοινού, μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. με Ενεργ. παρακ. <i>συμπέφῡα</i>, αόρ. βʹ <i>συνέφῡν</i>· αναπτύσσομαι μαζί, στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> προσκολλώμαι, συνάπτομαι, <i>συμφύονται ἀλλήλοις</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σύμφυτος]] με, [[εγγενής]] σε κάποιον, σε Αριστ.
|lsmtext='''συμφύω:''' μέλ. <i>-φύσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να αναπτυχθεί από κοινού, μαζί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. με Ενεργ. παρακ. <i>συμπέφῡα</i>, αόρ. βʹ <i>συνέφῡν</i>· αναπτύσσομαι μαζί, στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> προσκολλώμαι, συνάπτομαι, <i>συμφύονται ἀλλήλοις</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σύμφυτος]] με, [[εγγενής]] σε κάποιον, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-φύω, Att. ξυμφύω act. met acc. aan elkaar doen groeien, verbinden; overdr.. σ. εἰς φιλότητα (iem.) verbinden in vriendschap Plat. Epist. 323b. med.-pass. intrans. (met stamaor. συνέφυν, η - aor. συνεφύην en perf. συμπέφυκα ) aan elkaar groeien, vergroeien:. σ. εἰς ταὐτόν vergroeien tot één geheel Plat. Resp. 503b. eigen worden, natuurlijk worden:. δεῖ... συμφυῆναι, τοῦτο δε χρόνου δεῖται het moet tweede natuur worden, en dat heeft tijd nodig Aristot. EN 1147a22.
}}
}}