Anonymous

πολλαπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(33)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πολλαπλάσιος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολλές φορές μεγαλύτερο, [[αυξάνω]] [[κάτι]] [[κατά]] το [[μέγεθος]] ή [[κατά]] την [[ποσότητα]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] πολλαπλασιασμό, [[αυξάνω]] αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πληθύνω]] (α. «πολλαπλασιάστηκαν τα [[δεινά]]» β. «πολλαπλασιάζειν τὰ ευεργετήματα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντείνω]], [[επαυξάνω]] («[[πρέπει]] να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας»).
|mltxt=ΝΜΑ [[πολλαπλάσιος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολλές φορές μεγαλύτερο, [[αυξάνω]] [[κάτι]] [[κατά]] το [[μέγεθος]] ή [[κατά]] την [[ποσότητα]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] πολλαπλασιασμό, [[αυξάνω]] αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πληθύνω]] (α. «πολλαπλασιάστηκαν τα [[δεινά]]» β. «πολλαπλασιάζειν τὰ ευεργετήματα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντείνω]], [[επαυξάνω]] («[[πρέπει]] να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας»).
}}
{{elnl
|elnltext=πολλαπλασιάζω [πολλαπλάσιος] vermenigvuldigen.
}}
}}