Anonymous

ὑπερπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτόμην</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] με [[ταχύτητα]] πάνω από, λέγεται για [[δόρυ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπερπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτόμην</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] με [[ταχύτητα]] πάνω από, λέγεται για [[δόρυ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπέτομαι:''' тж. [[ὑπερίπταμαι]], Anth. [[ὑπερπέταμαι]] перелетать, пролетать Hom., Arst.: ὑ. τι Hom., Arst. и τινος Plut., Anth. пролетать над чем-л.
}}
}}