Anonymous

καταλήγω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διακόπτω]], [[τελειώνω]], [[σταματώ]], σε Αισχύλ.· [[ποῖ]] καταλήξει, σε ποιο [[σημείο]] θα σταματήσει; στον ίδ.· <i>τὰκαταλήγοντα</i>, τα [[σύνορα]] μιας περιοχής, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταλήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διακόπτω]], [[τελειώνω]], [[σταματώ]], σε Αισχύλ.· [[ποῖ]] καταλήξει, σε ποιο [[σημείο]] θα σταματήσει; στον ίδ.· <i>τὰκαταλήγοντα</i>, τα [[σύνορα]] μιας περιοχής, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλήγω:''' <b class="num">1)</b> приходить к концу, кончаться ([[ποῖ]] καταλήξει μετακοιμισθὲν [[μένος]] ἄτης; Aesch.): πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν [[ἄχος]] Aesch. прежде чем прошла старая боль; κ. πρός τι Arst., ἔν τινι и περί τι Plut., εἴς τι и ἐπί τι Diod. кончаться чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> кончать, прекращать (τὴν πραγματείαν εἴς τι Diod.).
}}
}}