Anonymous

παρθενωπός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρθενωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη παρθένας, [[παρθενικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παρθενωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη παρθένας, [[παρθενικός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρθενωπός -όν [παρθένος, ὤψ] met meisjesgezicht.
}}
}}