3,270,498
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροφεύς -έως, ὁ [τρέφω] verzorger; f. voedster; overdr.: πάσης κακίας τροφεύς verzorger van elke vorm van slechtheid Plat. Resp. 580a. | |||
}} | }} |