Anonymous

ἀθέατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθέᾱτος:''' [[αθέατος]], [[αόρατος]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που δεν επιτρέπεται [[κάποιος]] να δει, [[μυστικός]], [[κρυφός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]] σε [[κάτι]]· με γεν., <i>τινος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀθέᾱτος:''' [[αθέατος]], [[αόρατος]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που δεν επιτρέπεται [[κάποιος]] να δει, [[μυστικός]], [[κρυφός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]] σε [[κάτι]]· με γεν., <i>τινος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθέᾱτος:''' <b class="num">1)</b> невидимый, незримый Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> сокровенный, тайный ([[ἱερά]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не видящий (θεάματος ἡδίστου Xen.; τῶν κρειττόνων Arst.): πολέμου καὶ στρατείας ἄπειροι καὶ ἀθέατοι Plut. не видевшие войны и военной службы и (военного) опыта не имеющие.
}}
}}