Anonymous

σκευοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκεύη]]· <i>αἱ σκευοφόροι κάμηλοι</i>, καμήλες που προορίζονται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών, σε Ηρόδ.· <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>κτήνη</i>), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μεταφορέας]] αποσκευών ενός μαχητή, [[αχθοφόρος]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ σκευοφόροι</i>, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκευοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκεύη]]· <i>αἱ σκευοφόροι κάμηλοι</i>, καμήλες που προορίζονται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών, σε Ηρόδ.· <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>κτήνη</i>), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μεταφορέας]] αποσκευών ενός μαχητή, [[αχθοφόρος]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ σκευοφόροι</i>, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευοφόρος -ον [σκεῦος, φέρω] bagage dragend; subst. τὰ σκευοφόρα lastdieren; Xen. An. 1.3.7; subst. ὁ σκευοφόρος lastdrager, bagageknecht, kruier.
}}
}}