Anonymous

οὔτις: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὔτις:''' ουδ. [[οὔτι]], που κλίνεται όπως το τίς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ουδείς]], [[κανείς]], Λατ. [[nemo]], [[nullus]], το ουδ. [[τίποτε]], Λατ. [[nihil]], σε Όμηρ. κ.λπ.· το <i>οὐδεὶς</i> χρησιμ. στην [[πεζογραφία]].<br /><b class="num">2.</b> το ουδ. [[οὔτι]] ως επίρρ., με κανέναν τρόπο, με [[τίποτε]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα με διαφορετικό τονισμό, Οὖτις, <i>ὁ</i>, αιτ. <i>Οὖτιν</i>, ο Κανένας, ο [[κύριος]] Κανείς, το όνομα που ιδιοποιήθηκε ο [[Οδυσσέας]] για να εξαπατήσει τον Κύκλωπα Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''οὔτις:''' ουδ. [[οὔτι]], που κλίνεται όπως το τίς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ουδείς]], [[κανείς]], Λατ. [[nemo]], [[nullus]], το ουδ. [[τίποτε]], Λατ. [[nihil]], σε Όμηρ. κ.λπ.· το <i>οὐδεὶς</i> χρησιμ. στην [[πεζογραφία]].<br /><b class="num">2.</b> το ουδ. [[οὔτι]] ως επίρρ., με κανέναν τρόπο, με [[τίποτε]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα με διαφορετικό τονισμό, Οὖτις, <i>ὁ</i>, αιτ. <i>Οὖτιν</i>, ο Κανένας, ο [[κύριος]] Κανείς, το όνομα που ιδιοποιήθηκε ο [[Οδυσσέας]] για να εξαπατήσει τον Κύκλωπα Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὔτις:''' οὔ-τι, gen. [[οὔτινος]] тж. раздельно<br /><b class="num">1)</b> никто, ничто (οὔ. Δαναῶν Hom.): οὔτινες [[ἐγγύθεν]] εἰσίν Hom. никого (тут) нет рядом;<br /><b class="num">2)</b> ни один, никакой (οὔ. [[ἀνήρ]] Hom.): προφήτας οὔτινας ματεύομεν Aesch. мы никаких прорицателей не ищем.
}}
}}