3,277,206
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατᾰθαμβέομαι:''' Παθ., είμαι [[έκθαμβος]], [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], με αιτ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''κατᾰθαμβέομαι:''' Παθ., είμαι [[έκθαμβος]], [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], με αιτ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταθαμβέομαι:''' изумляться, поражаться (τὴν τοῦ Νουμᾶ δύναμιν, τὸν Ἀννίβαν Plut.). | |||
}} | }} |