Anonymous

καταθαμβέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰθαμβέομαι:''' Παθ., είμαι [[έκθαμβος]], [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], με αιτ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατᾰθαμβέομαι:''' Παθ., είμαι [[έκθαμβος]], [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], με αιτ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθαμβέομαι:''' изумляться, поражаться (τὴν τοῦ Νουμᾶ δύναμιν, τὸν Ἀννίβαν Plut.).
}}
}}