Anonymous

πῖσος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῖσος:''' τό ([[πίνω]]), μόνο στον πληθ., λιβάδια, σε Όμηρ.
|lsmtext='''πῖσος:''' τό ([[πίνω]]), μόνο στον πληθ., λιβάδια, σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πῖσος -ους, τό, ep., alleen plur. πίσεα, weiden.
}}
}}