Anonymous

κογχυλιάτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
|lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κογχῠλιάτης:''' ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины ([[λίθος]] Xen.).
}}
}}