Anonymous

τρίς: Difference between revisions

From LSJ
571 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίς:''' [ῐ], επίρρ. του [[τρεῖς]], [[τρεις]] φορές, Λατ. [[ter]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς [[τόσος]], [[τρεις]] φορές [[τόσος]] ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἐςτρίς]], έως [[τρεις]] φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη [[σημασία]] των σύνθετων λέξεων, όπως [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], όπως το Λατ. [[ter]] [[beatus]], [[τρισευτυχισμένος]]· παροιμ., <i>τρὶς ἓξ βαλεῖν</i>, [[επιτυγχάνω]] την άριστη [[βολή]] (από [[τρεις]] κύβους), δηλ. [[κερδίζω]], είμαι [[τυχερός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρίς:''' [ῐ], επίρρ. του [[τρεῖς]], [[τρεις]] φορές, Λατ. [[ter]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς [[τόσος]], [[τρεις]] φορές [[τόσος]] ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἐςτρίς]], έως [[τρεις]] φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη [[σημασία]] των σύνθετων λέξεων, όπως [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], όπως το Λατ. [[ter]] [[beatus]], [[τρισευτυχισμένος]]· παροιμ., <i>τρὶς ἓξ βαλεῖν</i>, [[επιτυγχάνω]] την άριστη [[βολή]] (από [[τρεις]] κύβους), δηλ. [[κερδίζω]], είμαι [[τυχερός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίς:''' (ῐ, у Hes. в арсисе ῑ)<br /><b class="num">1)</b> трижды, троекратно: τ. [[τόσον]] Hom. втрое больше; ἐς τ. Her. трижды; τ. ἓξ [[βαλεῖν]] погов. Aesch. трижды выбросить шестерку (при игре в кости), т. е. добиться необыкновенного счастья;<br /><b class="num">2)</b> (в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма ([[τρισάθλιος]] Aesch.).
}}
}}