Anonymous

χρυσίον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσίον:''' τό, υποκορ. του <i>χρύσος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κομμάτι]] από χρυσό, γενικά [[χρυσός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· σε πληθ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> χρυσό [[νόμισμα]], χρήματα, σε Ευρ., Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>χρυσία</i>, κομμάτια από χρυσό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως όρος τρυφερότητας, χρυσέ μου! θησαυρέ μου! σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''χρῡσίον:''' τό, υποκορ. του <i>χρύσος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κομμάτι]] από χρυσό, γενικά [[χρυσός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· σε πληθ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> χρυσό [[νόμισμα]], χρήματα, σε Ευρ., Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>χρυσία</i>, κομμάτια από χρυσό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως όρος τρυφερότητας, χρυσέ μου! θησαυρέ μου! σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσίον:''' τό [demin. к [[χρυσός]]<br /><b class="num">1)</b> золото: ἄπυρον χ. Her. золотая руда или самородное золото; κεχρῆσθαι τῷ χρυσίῳ Plat. пользоваться золотом; χ. [[ἄσημον]] Thuc. золото в слитках;<br /><b class="num">2)</b> золотое изделие ([[ἔπιπλα]] καὶ χρυσία καὶ ἱμάτια Dem.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. золотые монеты, деньги Eur., Men.: τὸ καινὸν χ. Arph. золото новой чеканки; δέεσθαι χρυσίου πρός τι Xen. нуждаться в деньгах для чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> ласк. (в обращении) сокровище мое! Arph., Anth.
}}
}}