3,274,816
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναλλᾰγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> φιλική [[ανταλλαγή]] λόγων για τον σκοπό της συμφιλίωσης, [[συνθηκολόγηση]], σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., [[καταλλαγή]], [[συμφιλίωση]], [[ειρήνευση]], σε Θουκ.· πληθ., ειρηνευτική [[συνθήκη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαπραγμάτευση]], επιμειξία, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέμβαση]], [[παρεμβολή]], [[συνέργεια]]· <i>δαιμόνων ξυναλλαγαῖς</i>, με τις ιδιαίτερες παρεμβάσεις των θεοτήτων, σε Σοφ.· <i>νόσου ξυναλλαγῇ</i>, με την [[παρέμβαση]], τη [[συνέργεια]] του λοιμού, στον ίδ.· γενικά, [[αποτέλεσμα]] παρέμβασης, [[σύμπτωση]], τυχαίο [[γεγονός]], στον ίδ.· <i>ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς</i>, με καταστροφικά αποτελέσματα, στον ίδ. | |lsmtext='''συναλλᾰγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> φιλική [[ανταλλαγή]] λόγων για τον σκοπό της συμφιλίωσης, [[συνθηκολόγηση]], σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., [[καταλλαγή]], [[συμφιλίωση]], [[ειρήνευση]], σε Θουκ.· πληθ., ειρηνευτική [[συνθήκη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαπραγμάτευση]], επιμειξία, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέμβαση]], [[παρεμβολή]], [[συνέργεια]]· <i>δαιμόνων ξυναλλαγαῖς</i>, με τις ιδιαίτερες παρεμβάσεις των θεοτήτων, σε Σοφ.· <i>νόσου ξυναλλαγῇ</i>, με την [[παρέμβαση]], τη [[συνέργεια]] του λοιμού, στον ίδ.· γενικά, [[αποτέλεσμα]] παρέμβασης, [[σύμπτωση]], τυχαίο [[γεγονός]], στον ίδ.· <i>ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς</i>, με καταστροφικά αποτελέσματα, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συναλλᾰγή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυναλλαγή [συναλλάττω] onderlinge uitwisseling:; ἐν ξυναλλαγῇ λόγου bij de uitwisseling van hun standpunt Soph. Ai. 732; verzoening:. ὅρκοι ξυναλλαγῆς verzoeningsverdragen Thuc. 3.82.7. zakelijk verkeer, het zaken doen; ook ongunstig. ἡμῖν πατρὸς... λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς jij bent gekomen om met mij te marchanderen over het ongerepte huwelijksbed van mijn vader (d.w.z. om mij met de vrouw van mijn vader te laten slapen) Eur. Hipp. 652. onderling verkeer, omgang: overdr..; νόσου ξυναλλαγῇ door contact met ziekte Soph. OT 960; het samenbrengen (door god of lot; van personen en omstandigheden); samenloop van omstandigheden:. ποίας φανείσης... συναλλαγῆς; als er wát voor een samenloop van omstandigheden optreedt? (d.w.z. bij welke samenloop van omstandigheden?) Soph. OC 410. | |||
}} | }} |