Anonymous

στυγνόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στυγνόω:''' [[στενοχωρώ]], λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, [[σκυθρωπός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στυγνόω:''' [[στενοχωρώ]], λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, [[σκυθρωπός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνόω:''' омрачать, печалить: ἐστυγνωμένος Anth. мрачный, печальный.
}}
}}