Anonymous

λαιμότομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμότομος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
}}
}}