Anonymous

ἀγωγός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγωγός:''' -όν ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], η [[δύναμη]] της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που οδηγεί προς ένα [[σημείο]] ή [[μέρος]]· <i>εἴς</i>, [[πρός]] ή [[ἐπί]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που σύρει [[εμπρός]], [[ελκυστικός]], [[παρελκυστικός]], αυτός που προκαλεί· <i>χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί</i>, σε Ευρ.· δακρύων [[ἀγωγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ελκυστικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγωγός:''' -όν ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], η [[δύναμη]] της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που οδηγεί προς ένα [[σημείο]] ή [[μέρος]]· <i>εἴς</i>, [[πρός]] ή [[ἐπί]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που σύρει [[εμπρός]], [[ελκυστικός]], [[παρελκυστικός]], αυτός που προκαλεί· <i>χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί</i>, σε Ευρ.· δακρύων [[ἀγωγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ελκυστικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγωγός:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> ведущий, приводящий (πρός и ἐπί τι Plat. или εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вызывающий: ἀ. νεκρῶν Eur. вызывающий души усопших; δακρύων ἀ. вызывающий слезы;<br /><b class="num">3)</b> влекущий (к себе), привлекательный (προσώπου [[χάρις]] Plut.): [[δύναμις]] ἀνθρώπων ἀ. Plut., влекущая к себе людей сила, обаяние.<br /><b class="num">II</b> ὁ провожатый, проводник Her., Thuc.
}}
}}