Anonymous

ἔκκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκκαιρος:''' -ον, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκκαιρος:''' -ον, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκκαιρος:''' досл. несвоевременный, поздний, ирон. старческий ([[ῥυτίς]] Anth.).
}}
}}