3,252,803
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιζώννῠμαι:''' Μέσ. με Παθ. παρακ. <i>-έζωσμαι</i>, [[ζώνω]] ολόγυρά μου, περιζώνομαι, <i>ἐσθῆτα</i>, σε Πλούτ.· <i>τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο</i>, τον έβαλε [[μπροστά]] για [[προστασία]], σε Αριστοφ.· <i>περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν</i>, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ. | |lsmtext='''περιζώννῠμαι:''' Μέσ. με Παθ. παρακ. <i>-έζωσμαι</i>, [[ζώνω]] ολόγυρά μου, περιζώνομαι, <i>ἐσθῆτα</i>, σε Πλούτ.· <i>τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο</i>, τον έβαλε [[μπροστά]] για [[προστασία]], σε Αριστοφ.· <i>περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν</i>, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιζώννῠμαι:''' <b class="num">1)</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT). | |||
}} | }} |