Anonymous

περιζώννυμαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιζώννῠμαι:''' Μέσ. με Παθ. παρακ. <i>-έζωσμαι</i>, [[ζώνω]] ολόγυρά μου, περιζώνομαι, <i>ἐσθῆτα</i>, σε Πλούτ.· <i>τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο</i>, τον έβαλε [[μπροστά]] για [[προστασία]], σε Αριστοφ.· <i>περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν</i>, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.
|lsmtext='''περιζώννῠμαι:''' Μέσ. με Παθ. παρακ. <i>-έζωσμαι</i>, [[ζώνω]] ολόγυρά μου, περιζώνομαι, <i>ἐσθῆτα</i>, σε Πλούτ.· <i>τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο</i>, τον έβαλε [[μπροστά]] για [[προστασία]], σε Αριστοφ.· <i>περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν</i>, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιζώννῠμαι:''' <b class="num">1)</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).
}}
}}