Anonymous

δυστοκεύς: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστοκεύς:''' -έως, ὁ, [[άτυχος]], δυστυχισμένος [[γονιός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δυστοκεύς:''' -έως, ὁ, [[άτυχος]], δυστυχισμένος [[γονιός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστοκεύς:''' έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).
}}
}}