Anonymous

πολιόχρως: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, [[λευκόχρωμος]], [[λευκός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πολιόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, [[λευκόχρωμος]], [[λευκός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιόχρως:''' ωτος adj. [[πολιός]] белоцветный, белый ([[κύκνος]] Eur.).
}}
}}