Anonymous

ἀμείλικτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείλικτος:''' -ον ([[μειλίσσω]]), [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[αδυσώπητος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀμείλικτος:''' -ον ([[μειλίσσω]]), [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[αδυσώπητος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμείλικτος:''' неумолимый, тж. неласковый, суровый (ὄψ Hom.; δεσμοί Hes.; [[ἄνδρες]] Plut.).
}}
}}