Anonymous

ἐθελοντής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελοντής:''' -οῦ, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐθελοντής:''' -οῦ, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθελοντής:''' οῦ adj. m добровольный Xen., Dem., Thuc., Men.: Κύπριοι ἐθελονταί [[σφι]] προσεγένοντο Her. кипряне добровольно присоединились к ним.<br />οῦ ὁ доброволец Her., Thuc., Arst., Plut.
}}
}}