Anonymous

ἀκάτιον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάτιον:''' [ᾰκᾰ], τό, υποκορ. του [[ἄκατος]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό, ελαφρό [[πλοιάριο]], που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό [[ιστίο]], [[πανί]], πιθ. το [[ιστίο]] που τοποθετούσαν στην [[κορυφή]] του μεγάλου καταρτιού, σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''ἀκάτιον:''' [ᾰκᾰ], τό, υποκορ. του [[ἄκατος]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό, ελαφρό [[πλοιάριο]], που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό [[ιστίο]], [[πανί]], πιθ. το [[ιστίο]] που τοποθετούσαν στην [[κορυφή]] του μεγάλου καταρτιού, σε Ξεν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτιον:''' (ᾰκᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> челн, лодка Thuc., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> косой парус Xen., Plut., Luc.
}}
}}