Anonymous

ἑταιρεία: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑταιρεία:''' ή [[ἑταιρία]], Ιων. -ηΐη, ἡ ([[ἑταῖρος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συντροφιά]], [[παρέα]], [[σύνδεσμος]], [[οργάνωση]], [[σωματείο]], [[συνεταιρισμός]], [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[αδελφότητα]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, [[πολιτικός]] [[σύλλογος]], όμιλος ή [[σωματείο]], [[ένωση]] για [[εξυπηρέτηση]] κομματικών σκοπών, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, φιλική [[σχέση]], [[φιλία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἑταιρεία:''' ή [[ἑταιρία]], Ιων. -ηΐη, ἡ ([[ἑταῖρος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συντροφιά]], [[παρέα]], [[σύνδεσμος]], [[οργάνωση]], [[σωματείο]], [[συνεταιρισμός]], [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[αδελφότητα]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, [[πολιτικός]] [[σύλλογος]], όμιλος ή [[σωματείο]], [[ένωση]] για [[εξυπηρέτηση]] κομματικών σκοπών, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, φιλική [[σχέση]], [[φιλία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑταιρεία:''' ион. [[ἑταιρηΐη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> общество, товарищество, содружество (τῶν ἡλικιωτέων Her.);<br /><b class="num">2)</b> гетерия, политическая организация, союз, общество (εἰς ἑταιρείαν ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut.): σπουδαὶ ἑταιρειῶν ἑπ᾽ ἀρχάς Plat. погоня за государственными должностями через посредство политических союзов;<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἑταιρείας [[λιμήν]] Soph.) дружба Eur.;<br /><b class="num">4)</b> стадо: αἱ [[βόες]] νέμονται καθ᾽ ἑταιρείας Arst. коровы пасутся стадами;<br /><b class="num">5)</b> Diod. = [[ἑταίρησις]].
}}
}}