Anonymous

σάγμα: Difference between revisions

From LSJ
399 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάγμα:''' -ατος, τό ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[κάλυμμα]]· [[επένδυση]], [[θήκη]] ασπίδας, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεγάλο, ευρύχωρο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαμάρι]], σε Στράβ., Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σωρός]], [[σωρεία]], <i>ὅπλων</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σάγμα:''' -ατος, τό ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[κάλυμμα]]· [[επένδυση]], [[θήκη]] ασπίδας, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεγάλο, ευρύχωρο [[πανωφόρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαμάρι]], σε Στράβ., Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σωρός]], [[σωρεία]], <i>ὅπλων</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάγμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> одежда, плащ Arph.;<br /><b class="num">2)</b> покров, чехол (Arph.; τεύχη ἐν σάγμασιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> вьючное седло (τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> груда, куча (σάγματα ὅπλων Plut.).
}}
}}