Anonymous

κατείβω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατείβω:''' ποιητ. αντί κατα-[[λείβω]], [[αφήνω]] να κυλήσει προς τα [[κάτω]], [[ρίχνω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα [[κάτω]], [[περιρρέω]], σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο [[αἰών]], η [[ζωή]] παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατείβω:''' ποιητ. αντί κατα-[[λείβω]], [[αφήνω]] να κυλήσει προς τα [[κάτω]], [[ρίχνω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα [[κάτω]], [[περιρρέω]], σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο [[αἰών]], η [[ζωή]] παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατείβω:''' (только praes. и impf.) проливать, струить ([[δάκρυ]] Hom.); med. струиться, литься, стекать (θαλερὸν κατείβετο [[δάκρυ]] παρειῶν Hom.): τι [[δάκρυον]] κατείβεται; Arph. отчего льются слезы?
}}
}}