Anonymous

φοράδην: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοράδην:''' [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> με [[φόρα]], σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε [[φορείο]] ή όπως [[ένας]] [[άρρωστος]] [[άνθρωπος]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με βιαστική [[κίνηση]], βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.
|lsmtext='''φοράδην:''' [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> με [[φόρα]], σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε [[φορείο]] ή όπως [[ένας]] [[άρρωστος]] [[άνθρωπος]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με βιαστική [[κίνηση]], βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοράδην:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> неся (ἐν [[χεροῖν]] τινα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> на носилках ([[δῶμα]] πελάζειν Eur.; [[ἐλθεῖν]] [[οἴκαδε]] Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;<br /><b class="num">3)</b> стремительно (διαπέτεσθαι Soph.).
}}
}}