Anonymous

συνδιηθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιηθέομαι''': Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
|lstext='''συνδιηθέομαι''': Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.
}}
}}