Anonymous

διαστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[χωρίζω]], [[εκτείνω]], [[απομακρύνω]], [[αποχωρίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[ορίζω]], <i>τὰ λεγόμενα</i>, σε Πλάτ.· ομοίως, [[αποφασίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[δίνω]] ορισμένες και ρητές διαταγές, στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διαστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[χωρίζω]], [[εκτείνω]], [[απομακρύνω]], [[αποχωρίζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[ορίζω]], <i>τὰ λεγόμενα</i>, σε Πλάτ.· ομοίως, [[αποφασίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[δίνω]] ορισμένες και ρητές διαταγές, στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''διαστέλλω:''' <b class="num">1)</b> разделять, рассекать (τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> раскрывать, расстегивать (τὸν θώρακα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> разрывать, разгребать (τόπον τοῖς ὄνυξι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> раздвигать (τῇ βακτηρίᾳ τὴν σκηνήν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> расширять, растягивать ([[μήτε]] διαστέλλεσθαι, [[μήτε]] πιέζεσθαι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> тж. med. лог. расчленять, различать (τῷ εἴδει Arst.);<br /><b class="num">7)</b> med. логически обсуждать, беседовать (τὰ λεγόμενα Plat.; περί τινος Arst.; [[ὑπέρ]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> быть в разладе, не соглашаться (πρὸς τὸ [[συνέδριον]] Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> отдавать приказание, приказывать (τινὶ περί τινος Diod.; med. τινι NT): τὸ διαστελλόμενον NT указание, заповедь.
}}
}}