Anonymous

ἀποξύρω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποξύρω:''' [ῠ], = [[ἀποξυράω]] — Μέσ., [[ξυρίζω]] τον εαυτό μου εντελώς, ως το [[δέρμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποξύρω:''' [ῠ], = [[ἀποξυράω]] — Μέσ., [[ξυρίζω]] τον εαυτό μου εντελώς, ως το [[δέρμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποξύρω:''' стричь (ἀποξύρεσθαι τὸν [[γένειον]] Plut.).
}}
}}