Anonymous

προκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
}}
}}