Anonymous

συνοδοιπορέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοδοιπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] μαζί, [[συνταξιδεύω]], <i>τινί</i>, με κάποιον σε Λουκ.
|lsmtext='''συνοδοιπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] μαζί, [[συνταξιδεύω]], <i>τινί</i>, με κάποιον σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.
}}
}}