Anonymous

ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ
131 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοῦ:''' атт. [[ἁμοῦ]] adv. где-л.: ἀ. γέ που Lys. куда-л., кое-куда.
}}
}}