Anonymous

βληχάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
|lsmtext='''βληχάομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἐβληχησάμην</i>, αποθ., [[βελάζω]], [[γογγύζω]], λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1)</b> блеять Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> визжать Arph.
}}
}}