Anonymous

πολυπλανής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπλᾰνής:''' -ές (πλανάομαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται [[μακριά]] από το [[σπίτι]] του ή για [[πολύ]] καιρό, σε Ευρ.· πολυπλανὴς [[κισσός]], ο [[κισσός]] που απλώνει [[παντού]] τα φύλλα του, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που σφάλλει· ή Ενεργ., αυτός που οδηγεί σε [[παραστράτημα]], στον ίδ.
|lsmtext='''πολυπλᾰνής:''' -ές (πλανάομαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιπλανιέται [[μακριά]] από το [[σπίτι]] του ή για [[πολύ]] καιρό, σε Ευρ.· πολυπλανὴς [[κισσός]], ο [[κισσός]] που απλώνει [[παντού]] τα φύλλα του, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που σφάλλει· ή Ενεργ., αυτός που οδηγεί σε [[παραστράτημα]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπλανής -ές [πολύς, πλανάω] lang zwervend, ver zwervend;. κισσός π. klimop met vele windingen AP 6.154.4; Μαίανδρος π. de kronkelige Maeander AP 6.287.4; εἶδος κτημάτων π. een type bezit dat veel rondzwerft (een vervoermiddel) Plat. Plt. 288a.
}}
}}