Anonymous

γυμνωτέος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.
}}
}}